- πλανηθείς
- πλανάωcause to wanderaor part pass masc nom/voc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облазнитисѧ — ОБЛАЗН|ИТИСѦ (5*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Обмануться, ошибиться, впасть в заблуждение: см҃ртью нелѣпою осѹдимъ ѥго и видимъ, аще ѥмѹ ѥсть посѣщениѥ ѿ словесъ ѥго. их же грѣхы мерзости добрѣ весьма досажа˫а, наведе. си˫а вмѣниша и ѡблазнишасѧ, ослѣпи бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
ՄՈԼՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0294 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. πεπλανήμενος, πλανηθείς, πλάνος, πλανήτης errans, aberrans, erroneus, in errorem adductus, et seductor. Նոյն ընդ Մոլոր եւ Մոլար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)